-
1 έγγραφο(ν)
το документ; бумага; акт; письменное распоряжение, письменный приказ;δημόσια έγγραφα — государственные бумаги;
πολύτιμα έγγραφα — ценные бумаги;
ιδιωτικά έγγραφα — личные документы;
επίσημο έγγραφο(ν) — официальный документ;
πρωτότυπο έγγραφο(ν) — оригинал, подлинник;
ναυτιλιακά έγγραφα — судовые документы;
μυστικό έγγραφο(ν) — секретный документ;
δικαιολογητικό έγγραφο(ν) — оправдательный документ;
τό σύνολον των έγγραφων — документация;
τεχνικά έγγραφα — техническая документация
-
2 έγγραφο(ν)
το документ; бумага; акт; письменное распоряжение, письменный приказ;δημόσια έγγραφα — государственные бумаги;
πολύτιμα έγγραφα — ценные бумаги;
ιδιωτικά έγγραφα — личные документы;
επίσημο έγγραφο(ν) — официальный документ;
πρωτότυπο έγγραφο(ν) — оригинал, подлинник;
ναυτιλιακά έγγραφα — судовые документы;
μυστικό έγγραφο(ν) — секретный документ;
δικαιολογητικό έγγραφο(ν) — оправдательный документ;
τό σύνολον των έγγραφων — документация;
τεχνικά έγγραφα — техническая документация
-
3 ασχέτιστος
άσχετ||ος, η, ο [ος, ον ]1) не имеющий отношения к чему-л. или друг к другу, не связанный друг с другом; не зависящий друг от друга;ασχέτιστο έγγραφο — совершенно не относящийся сюда документ;
ασχέτιστα επιχειρήματα — аргументы, не связанные между собой; — совершенно разные аргументы, доводы;
2) не имеющий, не поддерживающий связи (с кем-л.);ασχέτιστος άνθρωπος — нелюдимый, необщительный человек
-
4 δικαιολογητικές
η, ό[ν] оправдательный; подтверждавший;δικαιολογητικέςό έγγραφο — оправдательный документ;
σαν δικαιολογητικέςό μου (σου, του κ.λ.π.) — в своё (твоё, его и т. д.) оправдание
-
5 ενεργώ
(ε) μετ.1) действовать, поступать;με περίσκεψη (από κοινού με κάποιον) — действовать осторожно (сообща с кем-л.);απερίσκεφτα ( — или άσκεφτα) — поступать опрометчиво, необдуманно;2) стараться; добиваться;ενεργώ να διορισθώ — добиваться назначения;
ενεργώ δικαστικώς — обращаться в суд;
3) осуществлять, проводить, производить;ενεργώ διαγωνισμό (εκλογές) — проводить конкурс (выборы);
ενεργώ επίθεση — вести наступление;
επιθεώρηση — проводить смотр, инспектировать;ενεργώ σύλληψη — производить арест, арестовывать;
ενεργώ κατά- σχεση — налагать арест (на имущество);
ενεργώ έγγραφο — дать ход документу, исполнять документ;
4) слабить (о лекарстве, пище) -
6 παραπεμπτικός
η, ό[ν]1) препроводительный;παραπεμπτικό έγγραφο — сопроводительный документ;
2) привлекающий к уголовной ответственности;παραπεμπτικο βούλευμα юр. — определение о предании обвиняемого суду
-
7 υπηρεσιακός
η, ό[ν]1) служебный;υπηρεσιακό έγγραφο — служебный документ;
υπηρεσιακή κυβέρνηση — служебное правительство;
υπηρεσιακή αποστολή — служебная командировка;
υπηρεσιακά καθήκοντα — служебные обязанности;
2) ведомственный;υπηρεσιακή αλληλογραφία — ведомственная переписка;
3) добросовестно исполняющий свои служебные обязанности, свой служебный долг -
8 υπργεγραμμένος
См. также в других словарях:
έγγραφο — το γραπτή διατύπωση πράξης σύμφωνα με καθορισμένο τύπο, με την οποία ανακοινώνεται ή βεβαιώνεται ή διατάζεται ή αποδείχνεται κάτι: Δημόσιο έγγραφο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έγγραφο — το (AM ἔγγραφον) βλ. έγγραφος … Dictionary of Greek
συναλλαγματική — Έγγραφο που περιέχει την υπόσχεση ενός προσώπου (που λέγεται εκδότης) ή τη διαταγή προς ένα πρόσωπο (πληρωτής) να πληρώσει ορισμένο ποσό που θα το απαιτήσει ο εφοδιασμένος με το έγγραφο αυτό (λήπτης). Η ιστορική καταγωγή της σ. είναι αβέβαιη.… … Dictionary of Greek
πιστωτικός τίτλος — Έγγραφο με τύπο καθορισμένο από τον νόμο, στο οποίο είναι ενσωματωμένο το δικαίωμα που μνημονεύεται σ’ αυτό. Ο π.τ. έχει την πολύτιμη ιδιότητα να είναι αντικείμενο εύκολης διαπραγμάτευσης, επειδή το δικαίωμα που είναι ενσωματωμένο σε αυτόν είναι… … Dictionary of Greek
βιογραφικό σημείωμα — Έγγραφο για επαγγελματική χρήση, στο οποίο αναγράφονται βασικές πληροφορίες για ένα συγκεκριμένο πρόσωπο. Συντάκτης του είναι συνήθως ο ίδιος ο βιογραφούμενος, ο οποίος και το απευθύνει σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που του το έχει ζητήσει για… … Dictionary of Greek
έγγραφος — η, ο (AM ἔγγραφος, ον) 1. γραμμένος, γραπτός («έγγραφη βεβαίωση») 2. το ουδ. ως ουσ. το έγγραφο(ν) γραπτή διατύπωση πράξης ή συμφωνίας που αναφέρει, βεβαιώνει ή αποδεικνύει κάτι νεοελλ. φρ. α) «δημόσιο έγγραφο» αυτό που εκδίδεται από την αρμόδια… … Dictionary of Greek
δίπλωμα — το (AM δίπλωμα) το να διπλώνει κανείς κάτι νεοελλ. 1. τσάκισμα, δίπλωση 2. έγγραφο που αναγνωρίζει επίσημα μια ικανότητα, ειδικότητα, αξία, πτυχίο εκπαιδευτικού ιδρύματος ή αρχής που δίδεται μετά το τέλος τών σπουδών, πτυχίο («δίπλωμα ιατρικής») … Dictionary of Greek
ντοκουμέντο — το 1. έγγραφο ή αντικείμενο το οποίο χρησιμοποιείται ως απόδειξη ή ιστορική πηγή ή για να δώσει έγκυρες πληροφορίες για ένα γεγονός ή έναν ισχυρισμό, τεκμήριο, αποδεικτικό στοιχείο («ιστορικά ντοκουμέντα») 2. επίσημο έγγραφο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ.… … Dictionary of Greek
βεβαίωση — Η δήλωση ενός προσώπου ή μιας αρχής για την ύπαρξη ή ανυπαρξία μιας κατάστασης ή ενός γεγονότος. Ενδιαφέρει το δίκαιο από πολλές απόψεις και αναφέρεται πολύ συχνά στους νόμους, ως αναγκαία προϋπόθεση για τη δημιουργία ή τη μεταβολή μιας έννομης… … Dictionary of Greek
δελτίο — Έντυπο φύλλο χαρτιού που περιέχει σημαντικές πληροφορίες· συνοπτική έκθεση που προέρχεται από αρχή ή υπηρεσία και προορίζεται για ανακοίνωση· κάρτα με σημειώσεις. δ. αποστολής. Νομότυπο έγγραφο που συμπληρώνεται εις τριπλούν και συνοδεύει το… … Dictionary of Greek
διαταγή — Εντολή, προσταγή· επίσης το έγγραφο στο οποίο αναγράφεται η διαταγή. δ. πληρωμής (Νομ.). Όταν πρόκειται για χρηματικές απαιτήσεις που αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, μπορεί να ζητηθεί από τον δικαστή η έκδοση δ. πληρωμής με… … Dictionary of Greek